λησταρχία

λησταρχία
η (AM λῃσταρχία) [λήσταρχος]
αρχηγία ληστών, ληστρικής συμμορίας
νεοελλ.
μτφ. αισχροκερδής άσκηση επαγγέλματος, αισχροκέρδεια
μσν.
βιαιοπραγία, αρπαγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”